- τεκμαίρω
- τεκμαίρω (τεκμαίρει: med. τεκμαίρομαι; -όμενοι.)a act., bear witness, give proof(of)
τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον O. 6.73
τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
b med., judge (by signs)Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 4.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.